ῥυθμιζομένης

ῥυθμιζομένης
ῥυθμίζω
bring into a measure of time
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άλεση — Αναγωγή των στερεών υλικών σε έναν ορισμένο βαθμό λεπτότητας κόκκων, με μηχανική κατεργασία. Με την ά. προετοιμάζονται τα διάφορα υλικά, ώστε να δεχτούν στη συνέχεια ειδικές χημικές κατεργασίες, να μετατραπούν σε εμπορικά προϊόντα, να μεταφερθούν …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • αεροδυναμική σήραγγα — Εγκατάσταση μέσα στην οποία μελετώνται τα φαινόμενα που συνδέονται με τη σχετική κίνηση ενός ρεύματος αέρα σε σχέση με αεροπλάνα, αυτοκίνητα, αμαξοστοιχίες, γέφυρες, κτίρια, πυραύλους και βλήματα. Για να αποφευχθεί η κατασκευή υπερβολικά ογκωδών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”